- επταήμερος
- η , ο [ος , ον ] семидневный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἑπταήμερος — lasting seven days masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επταήμερος — η, ο (AM ἑπταήμερος, ον) αυτός που διαρκεί επτά ημέρες νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το επταήμερο χρονικό διάστημα επτά ημερών μσν. ηλικίας επτά ημερών … Dictionary of Greek
ἑπταήμερον — ἑπταήμερος lasting seven days masc/fem acc sg ἑπταήμερος lasting seven days neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑπταημέρου — ἑπταήμερος lasting seven days masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑπταημέρῳ — ἑπταήμερος lasting seven days masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επτά — και εφτά (AM ἑπτά) (απόλ. αριθμ.) 1. ο αριθμός που αποτελείται από έξι συν μία μονάδες, ο μεταξύ τού έξι και τού οκτώ 2. χρησιμοποιείται για να δηλώσει απροσδιόριστο πλήθος, αμέτρητες φορές (α. «στό είπα εφτά φορές» β. «ὁ γὰρ ἑπτά ἀριθμός παρὰ τῇ … Dictionary of Greek
εφτάμερος — η, ο και εφταήμερος, η, ο επταήμερος. [ΕΤΥΜΟΛ. < εφτα * + (η)μέρα] … Dictionary of Greek
ԵՕԹՆՕՐԵԱՅ — ( ) NBH 1 0708 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 7c, 11c ա. ἐπταήμερος, ἐπταῖος septem dierum եւն. Եօթն աւուրց. օխտը օրուան. ... *Զեօթնօրեայ ժամանակին. ՟Գ. Մակ. ՟Զ. 25: *Եօթնօրեայ ըստ շաբաթուցն. Արշ.: *Ի վերայ շիրմի քո լոյս… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)